- ἀργυρώνητος
- ἀργυρώνητοςbought with silvermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργυρώνητος — η, ο (AM ἀργυρώνητος, ον) αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος αρχ. ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»] … Dictionary of Greek
αργυρώνητος — η, ο αυτός που αγοράστηκε με χρήματα, ο πουλημένος: Αρκετοί απ αυτούς που φώναζαν στις συγκεντρώσεις του κόμματος ήταν, όπως έλεγαν τότε οι αντίπαλοι, αργυρώνητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργυρώνητον — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem acc sg ἀργυρώνητος bought with silver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρωνήτοις — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρωνήτου — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρωνήτους — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρωνήτων — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρωνήτῳ — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρώνητα — ἀργυρώνητος bought with silver neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρώνητοι — ἀργυρώνητος bought with silver masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)